ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ – ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ – 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΖ΄  ΛΟΥΚΑ

(ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ)

Λκ. ιε΄ 17 & ιστ΄ 2

 Ἡ Ἐκκλησία μας, τή δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, διαβάζει τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου γιοῦ ἤ τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα.

Ἡ παραβολή μᾶς διδάσκει τήν ἄπειρη ἀγάπη πού ἔχει ὁ Θεός γιά τόν καθένα ἄνθρωπο καί μάλιστα γιά τόν ἁμαρτωλό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεχτεῖ μέσα τοῦ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ δρόμος τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀλλαγῆς εἶναι εὔκολος. Ὁ Θεός Πατέρας μᾶς περιμένει μέ τήν ἀγκαλιά τοῦ ἀνοιχτή νά γυρίσουμε στό πατρικό σπίτι, δηλαδή στήν Ἐκκλησία, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ζεῖ στό Θεό κοινωνώντας μέ τούς ἀδελφούς.

Ἄς ἀκούσουμε τώρα τήν παραβολή στή δική μας ἁπλή γλώσσα: «Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή. Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. Ὁ μικρότερος ἀπ’ αὐτούς εἶπε στόν πατέρα του: ‘πατέρα, δῶσε μου, τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού μου ἀναλογεῖ’, κι ἐκεῖνος τούς μοίρασε τήν περιουσία. Ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ὁ μικρότερος γιός τά μάζεψε ὅλα κι ἔφυγε σέ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ σκόρπισε τήν περιουσία τοῦ κάνοντας ἄσωτη ζωή. Ὅταν τά ξόδεψε ὅλα, ἔτυχε νά πέσει μεγάλη πείνα στή χώρα ἐκείνη, καί ἄρχισε κι αὐτός νά στερεῖται. Πῆγε κι ἔγινε ἐργάτης σέ ἕναν ἀπό τούς πολίτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε στά χωράφια του νά βόσκει χοίρους. Ἔφτασε στό σημεῖο νά θέλει νά χορτάσει μέ τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, καί κανένας δέν τοῦ ἔδινε. Τελικά συνῆλθε καί εἶπε: «Πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσιο ψωμί, κι ἐγώ ἐδῶ πεθαίνω τῆς πείνας! Θά σηκωθῶ καί θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα  στό Θεό καί σ’ ἐσένα, δέν εἶμαι ἄξιος πιά νά λέγομαι γιός σου, κᾶνε μέ σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου’’. Σηκώθηκε, λοιπόν, καί ξεκίνησε νά πάει στόν πατέρα του.

Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του, τόν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε, τόν ἀγκαλίασε σφιχτά καί τόν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ γιός του, τοῦ εἶπε: ‘’πατέρα, ἁμάρτησα στό Θεό καί σ’ ἐσένα καί δέν ἀξίζω νά λέγομαι παιδί σου’’. Ὁ πατέρας, ὅμως, γύρισε στούς δούλους του καί τούς εἶπε: «Βγάλτε γρήγορα τήν καλύτερη στολή  καί ντύστε τόν, φορέστε τοῦ δαχτυλίδι στό χέρι καί δῶστε τοῦ ὑποδήματα.  Φέρτε τό σιτευτό μοσχάρι καί σφάξτε τό, νά φᾶμε καί νά εὐφρανθοῦμε, γιατί αὐτός ὁ γιός μου ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε’’. Ἔτσι ἄρχισαν νά εὐφραίνονται.

Ὁ μεγαλύτερος γιός τοῦ βρισκόταν στό χωράφι. Καθώς, λοιπόν,  ἐρχόταν καί πλησίαζε στό σπίτι, ἄκουσε μουσικές καί χορούς. Φώναξε ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες καί ρώτησε νά μάθει τί συμβαίνει. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Γύρισε ὁ ἀδερφός σου κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τό σιτευτό μοσχάρι, γιατί τοῦ ἦρθε πίσω γερός». Αὐτός τότε θύμωσε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ μέσα. Βγῆκε ὁ πατέρας του καί τόν παρακαλοῦσε, ἐκεῖνος ὅμως ἀποκρίθηκε στόν πατέρα του: «Ἐγώ τόσα χρόνια σου δουλεύω καί ποτέ δέν παρήκουσα διαταγή σου κι ὅμως σέ μένα δέν ἔδωσες ποτέ ἕνα κατσίκι γιά νά εὐφρανθῶ μέ τούς φίλους μου. Ὅταν, ὅμως, ἦρθε αὐτός ὁ γιός σου, πού κατασπατάλησε τήν περιουσία σου μέ πόρνες, ἔσφαξες γιά χάρη τοῦ τό σιτευτό μοσχάρι’’. Κι ὁ πατέρας του, τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καί ὅλα τά δικά μου εἶναι δικά σου. Ἔπρεπε ὅμως νά εὐφρανθοῦμε καί νά χαροῦμε, γιατί ὁ ἀδερφός σου αὐτός ἦταν νεκρός κι ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε’’.

Ἡ ἀστοχία τοῦ νεότερου γιοῦ, πού τήν ἐξάντλησε μέχρι τέλος, εἶναι ὅτι ζήτησε καί ἔφυγε μακριά ἀπό τό σπίτι τοῦ πατέρα. Νόμιζε πώς μόνος του μπορεῖ νά τά καταφέρει κι ὅτι δέ θά χρειαζόταν τήν κηδεμονία τοῦ πατέρα. Ὁ ἄσωτος γιός στή μακρινή χώρα ξόδεψε ὅλη τήν περιουσία, κάνοντας ἄσωτη ζωή. Ὕστερα ἔπεσε σέ φοβερή πείνα καί προσπαθοῦσε νά χορτάσει μέ τά ξυλοκέρατα τῶν χοίρων, πού κι αὐτά δέν τοῦ τά ἔδιναν τά ἀφεντικά, στά ὁποία δούλευε ὡς χοιροβοσκός. Τό χειρότερο ἦταν πώς βίωσε τήν πλήρη ἐγκατάλειψη. Αὐτό εἶναι τό κατάντημα κάθε ἀνθρώπου, πού ξεμακραίνει ἀπό τό Θεό καί τήν κοινωνία μέ Αὐτόν. Πέφτει στή βαλτώδη κατάσταση τῆς ἔλλειψης νοήματος γιά τή ζωή. Ὅλοι τόν ἐγκαταλείπουν. Ὑποτίθεται πώς ζεῖ, ἀλλά εἶναι τραγικά μόνος, δοκιμάζεται καί ὑποφέρει.

Ὁ ἄσωτος γιός μέσα στή συμφορά, θυμήθηκε τό πατρικό σπίτι. Ἀνακάλυψε ξανά στόν ἑαυτό τοῦ τήν ἀγάπη τοῦ πατέρα, πού τή μοίραζε στά παιδιά του καί σ’ ὅλο τό σπίτι. Λαχτάρησε νά ξαναζήσει τήν πατρική ἀγάπη. Παίρνει, λοιπόν, τή γενναία ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ συνάντηση πατέρα καί γιοῦ εἶναι πολύ ἀνθρώπινη καί συγκινητική. Ὁ πατέρας, πού περίμενε πάντα αὐτή τή στιγμή, πρῶτος ἔτρεξε νά τόν συναντήσει, τόν σφιχταγκάλιασε καί τόν καταφιλοῦσε. Μέσα σ’ αὐτόν τόν ὠκεανό τῆς πατρικῆς ἀγάπης καί στοργῆς, ὁ γιός μόλις πρόλαβε νά πεῖ: ‘’Πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί σέ σένα, δέν ἀξίζω πιά νά μέ λές παιδί σου’’. Ὡστόσο ὁ πατέρας ἔδωσε ἐντολή νά ἀρχίσει τό πανηγύρι γιά τή χαρά τῆς ἐπιστροφῆς, νά ἑτοιμαστεῖ τό τραπέζι, νά σφαχτεῖ τό σιτευτό μοσχάρι, νά τοῦ φορέσουν τό δαχτυλίδι.

Δίπλα στή γιορτή τῆς χαρᾶς, ὑπάρχει, δυστυχῶς, καί ἡ παραφωνία τῆς σφιχτῆς, στενῆς καί μίζερης καρδιᾶς τοῦ ‘’πειθαρχικοῦ’’ γιοῦ. Ἴσως, ὁ πρεσβύτερος γιός, νά εἶχε ὅλες τίς ἀρετές. Δέν εἶχε πάντως ἀγάπη γιά τόν χαμένο ἀδερφό του, πού βρέθηκε καί γύρισε. Αὐτοδικαιωνόταν μέ τήν ἀπώλεια τοῦ ἀδερφοῦ καί ἐνοχλήθηκε ἐπιδεικτικά μέ τήν ἐπιστροφή του. Τόν προτιμοῦσε χαμένο παρά σωσμένο.

Ἡ παραβολή εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα κείμενα τοῦ Εὐαγγελίου. ‘’Ἄν εἶχε χαθεῖ ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά εἴχαμε μόνο τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου γιοῦ, θά μπορούσαμε νά καταλάβουμε τί καί ποιός εἶναι ὁ Θεός, γιατί ἡ παραβολή ἔχει μέσα τῆς τά πάντα’’. Ὁ κάθε ἄνθρωπος παίρνει θάρρος ἀπό τή μετάνοια τοῦ ἀσώτου. Ξέρει πώς ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας καί μᾶς περιμένει νά γυρίσουμε κοντά του. Φτάνει νά ἀπορρίψουμε τήν ἁμαρτία, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί νά γυρίσουμε σ’ Αὐτόν μέ τή μετάνοιά μας. Λοιπόν, ἀδελφοί, εἰς ἑαυτούς ἐλθόντες, ἄς πάρουμε τή γενναία ἀπόφαση. Καί γιά τούς ἄλλους ἄς μήν εἴμαστε στενόκαρδοι. Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Both comments and pings are currently closed.

Comments are closed.

Topproductsreview Computers And Accessories Reviewer 2016 Best Sellers In Computers And Accessories> Top 10 Best Sellers In Computers And Accessories Reviewer 2016
Top 10 Best Sellers in Tools and Home Improvement Under $10, Reviewer 2016 Top 10 Best Sellers in Tools and Home Top 10 Best Sellers in Tools and Home Improvement Under $10