ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(Ἰω. 5, 1-15)
«Ἰδε ὑγιὴς γέγονας μηκέτι ἁμάρτανε»
Γιὰ τή θεραπεία τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ, μᾶς μιλάει σήμερα ἀδελφοὶ μου, τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Εἶναι καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τά πολλὰ θαύματα ποὺ πραγματοποίησε ὁ Κύριος κατὰ τήν διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του. Συγχρόνως ὅμως, εἶναι καὶ ἀπὸ τὶς λίγες φόρες, ὅπου ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει ἕναν ἀσθενὴ χωρὶς νὰ Τόν παρακαλέση κανεὶς γι’ αὐτό, εἴτε εἶναι ὁ ἴδιος ὁ πάσχον εἴτε κάποιο ἄλλο πρόσωπο.
Εἶχε ἀνεβεῖ ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα, μᾶς διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, προκειμένου νὰ παρευρεθῆ σὲ κάποια γιορτὴ τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ἐνῶ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ πήγαινε στὸ Ναό, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνη σὲ αὐτὲς τίς περιπτώσεις, ἐνῶ δηλαδὴ θὰ περιμέναμε νὰ τόν δοῦμε μαζὶ μέ τούς ἄλλους προσκυνητές, τόν συναντοῦμε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Ὄχι βέβαια ὅτι περιφρόνησε τή θρησκευτικὴ γιορτὴ, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία γιὰ τόν Κύριο εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ στήν προκειμένη περίπτωση προτεραιότητα ἔχει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑποφέρει.
Στὴν κολυμβήθρα λοιπὸν τοῦ Σιλωάμ, κάτω ἀπὸ τὶς στοὲς της, ἦταν μαζεμένος ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀρρώστων. Ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε καὶ γινόταν ἕνα θαῦμα. Κατὰ καιροὺς Ἄγγελος Κύριου κατέβαινε ἀπὸ τόν οὐρανὸ καὶ ἀνατάρασσε τά νερά, μὲ ἀποτέλεσμα ὅποιος ἔμπαινε πρῶτος μέσα σὲ αὐτὴν, θεραπεύονταν ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀσθένεια καὶ ἂν ἔπασχε.
Σὲ αὐτὸ λοιπόν τό μέρος ὁ Χριστὸς πλησίασε ἕναν παράλυτο, ὁ ὁποῖος ἦταν σὲ αὐτὴ τήν κατάσταση τριάντα ὀκτὼ χρόνια καὶ τόν ρώτησε ἂν θέλη νὰ γίνη καλά. Καὶ ἐνῶ ὅλοι ποὺ ἦταν ἐκεῖ τριγύρω καὶ ἄκουγαν τόν διάλογο, περίμεναν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τόν παράλυτο πὼς πράγματι θέλει νὰ θεραπευθῆ, αὐτὸς ἐκφράζει παράπονο πρὸς τόν Ἰησοῦ ὅτι δὲν εἶχε «ἄνθρωπον» γιὰ νὰ τόν βοηθήση ὥστε νὰ γίνη καλά. Δὲν εἶχε δηλαδὴ ἕναν συγγενὴ ἢ ἕναν φίλο, ὥστε νὰ τόν συμπαραστέκεται στίς δύσκολες αὐτὲς ὧρες καὶ νὰ τοῦ κάνη λίγη συντροφιά. «Κύριε ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν». Δὲν εἶχε ἄνθρωπο δικὸ του, ἂν καὶ τό μέρος ἐκεῖνο ἦταν ἕνα ἀπὸ τά πλέον πολυσύχναστα τῶν Ἱεροσολύμων. Ἔτσι μετὰ ἀπὸ τόν σύντομο διάλογο ποὺ ἔκαναν, ὁ Ἰησοῦς τόν προστάζει νὰ σηκωθῆ ὄρθιος, νὰ πάρη τό κρεββάτι του καὶ νὰ περπατήση. Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Ὁ κατάκοιτος ἀνορθώθηκε, σήκωσε τό κρεββάτι του καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζη.
Βλέπουμε, ἀδελφοὶ μου, γιὰ μία ἀκόμη φόρα τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Βλέπουμε ὅτι ἡ θεία δύναμις εἶναι ἀπεριόριστη. Ὁ Κύριος μὲ μία Του μόνον λέξη θεραπεύει τόν παράλυτο, ὁ ὁποῖος προηγουμένως δὲν μποροῦσε νὰ κάνη οὔτε ἕνα βῆμα μακριὰ ἀπὸ τό κρεββάτι τοῦ πόνου. Χειμῶνα – καλοκαίρι, μέ ἥλιο ἢ μέ βροχή, κάτω ἀπὸ ὅλες τίς καιρικὲς συνθῆκες, περίμενε ὑπομονετικὰ ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, περίμενε γιὰ κάποιο θαῦμα. Καὶ νὰ τό θαῦμα ποὺ ἔγινε. Τώρα πλέον εἶναι ὑγιὴς καὶ περπατᾶ, τά δὲ ἀδύναμα καὶ ἀνήμπορα ἀπὸ τήν ἀρρώστεια μέλη του μποροῦν τώρα καὶ σηκώνουν ἀκόμη καὶ τό κρεββάτι του.
Στὴ συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς βλέπουμε τόν πρώην παράλυτο νὰ τρέχει στὸ Ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Πηγαίνει νὰ εὐχαριστήση τόν Θεὸ γιὰ τήν μεγάλη εὐεργεσία ποὺ τοῦ προσέφερε. Θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ πάη ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ἢ τέλος πάντων νὰ γυρίση στοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ, τούς ὁποίους εἶχε νὰ περπατήση σχεδὸν τέσσερις δεκαετίες, αὐτὸς ὅμως θυμᾶται τόν Θεό.
Ἡ πράξη του αὐτὴ μᾶς ὑπενθυμίζει τό καθῆκον ποὺ ἔχουμε κι ἐμεῖς ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἂν καὶ μᾶς χαρίζει καθημερινῶς πλούσια τά ἐλέη Του καὶ τούς οἰκτιρμοὺς Του, δὲν θέλουμε νὰ καταλάβουμε τή θεία δωρεὰ καὶ φερόμαστε ἀπέναντι στὸν εὐεργέτη μας μὲ ἀχαριστία. Ἀντὶ δηλαδὴ νὰ Τόν εὐχαριστήσουμε καὶ νὰ Τόν δοξολογήσουμε γιὰ τήν ἀγάπη καὶ τήν φροντίδα Του, καμαρώνουμε καὶ ὑπερηφανευόμαστε γιὰ αὐτά, δείχνοντας ἐγωϊσμὸ καὶ ὑπερηφάνεια.
Ἐκεῖ λοιπὸν στὸ Ναό ὅπου πῆγε, ἀντάμωσε καὶ πάλι τόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος τώρα τοῦ δίνει μία συμβουλή: «ἴδε, ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε», εἶσαι πλέον ὑγιής, ποτὲ νὰ μὴ ξαναμαρτήσεις, «ἵνα μὴ χεῖρον σοι τὶ γέγονε», γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβῆ κάτι χειρότερο. Τό ἐπισημαίνει αὐτὸ ὁ Κύριος, διότι σὰν παντογνώστης γνώριζε τήν αἰτία τῆς ἀσθένειας αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ χωρὶς νὰ τόν κρίνη, τόν θεραπεύει.
Γνωρίζουμε ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀρρώστειες ποὺ βασανίζουν τήν ἀνθρωπότητα εἶναι συνέπεια τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀλλὰ ἀπὸ τό βιβλίο τοῦ Ἰὼβ μαθαίνουμε ὅτι ὅλες οἱ ἀσθένειες δὲν ὀφείλονται στήν ἁμαρτία. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τόν ἴδιο τόν Κύριο σὲ ἐρώτηση ποὺ Τοῦ ἔκαναν οἱ μαθητές Του γιὰ τόν ἐκ γενετῆς τυφλό: «Κύριε», Τοῦ εἶπαν, «ποιὸς ἁμάρτησε, αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς του, γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός;» Ἀπάντησε δὲ ὁ Ἰησοῦς: «οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθῆ μέ τήν ὑπερφυσικὴ θεραπεία τό ἔργο ποὺ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται».
Ὁ πόνος δὲν ἔλειψε ποτέ ἀπὸ τούς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τή στιγμὴ ποὺ στὸν Παράδεισο διαπράχθηκε ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τούς πρωτοπλάστους, ἀπὸ τότε εἰσῆλθαν στὴ ζωὴ μας ὅλα τά δεινά. Βλέπουμε στὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι ἀμέσως μετὰ τήν ἁμαρτία ἐκτὸς ἀπὸ τή σωματικὴ ἀσθένεια κληρονομήσαμε καὶ τήν ψυχικὴ, ἡ ὁποία εἶναι πολὺ πιὸ σοβαρὴ. Ἡ σωματικὴ ἀσθένεια, καὶ ἂν δὲν θεραπευθῆ, κάποτε παύει νὰ βασανίζη τό σῶμα, ὅμως ἡ ψυχικὴ ἀσθένεια ποὺ γεννιέται μέ τήν ἁμαρτία, ἂν δὲν θεραπευθῆ, διαιωνίζεται καὶ τό μαρτύριο της δὲν σταματᾶ ποτὲ οὔτε στὴν παροῦσα ἀλλὰ οὔτε καὶ στὴν ἄλλη ζωή. Τό μόνο ἀντίδοτο γι’ αὐτὴν εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἡ μέ συντριβὴ τῆς ψυχῆς μετάνοια.
«Μηκέτι ἁμάρτανε» συμβουλεύει ὁ Κύριος στὸν παράλυτο, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μὴν τοῦ ξανασυμβῆ κάτι χειρότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε, ἀλλὰ μήπως μαζὶ μὲ τό σῶμα ἀρρωστήσει καὶ ἡ ψύχη του καὶ κατὰ συνέπεια τήν χάση. Ἡ ἁμαρτία εἶναι αἰτία γιὰ ὅλες τίς συμφορές ποὺ μαστίζουν τήν ἀνθρωπότητα καὶ ἐκδηλώνεται μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους, τό ἀποτέλεσμά της ὅμως εἶναι πάντα ἕνα: ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, ποὺ σημαίνει, ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τόν Θεό, δηλαδὴ θάνατο πνευματικό, θάνατο αἰώνιο.
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τόν θάνατο καὶ τήν Ἀνάσταση Του μᾶς χάρισε τήν αἰώνια ζωή. Ἐμᾶς τώρα δὲν μᾶς μένει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Σὲ αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήση ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγηση καθὼς καὶ ἡ συμμετοχὴ μας στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, κυρίως δὲ ἡ συμμετοχὴ μας στὴ Θεία Εὐχαριστία. Μόνον ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ προσελκύσουμε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ προοδεύσουμε πνευματικὰ καὶ νὰ κληρονομήσουμε τήν αἰώνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως